- αρχαιοσυλία
- η кража древностей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρχαιοσυλία — η η κλοπή έργων της αρχαίας τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιόσυλος (πρβλ. ιεροσυλία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek